στουμπίζω — στουμπίζω, στούμπισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. στουμπάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
στουμπίζω — Ν [στούμπος] 1. σπάω, κομματιάζω χτυπώντας με τον στούμπο, με τον κόπανο («στουμπίζω τα σκόρδα») 2. δέρνω με γροθιές ή με ξύλο κάποιον 3. δίνω ή παίρνω θέλοντας και μη (α. «μού στούμπισε δέκα χιλιάδες» β. «στούμπισε γερή προίκα») 4. (με αισχρή… … Dictionary of Greek
στουμπανίζω — Ν στουμπίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στούμπος / στουμπίζω, κατά τα ρ. σε αν ίζω (πρβλ. κοπ αν ίζω)] … Dictionary of Greek
στούμπισμα — το, Ν [στουμπίζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στουμπίζω … Dictionary of Greek
κοπανίζω — (ΑM κοπανίζω) [κόπανον] χτυπώ με τον κόπανο νεοελλ. φρ. «κοπανίζω αέρα» αερολογώ ή κάνω ανόητες πράξεις νεοελλ. μσν. 1. χτυπώ κάτι στο γουδί και τό συντρίβω, λειανίζω, στουμπίζω, κατακερματίζω, θρυμματίζω («κοπάνισε καλά τα καρύδια») 2. χτυπώ… … Dictionary of Greek
κοπανώ — άω [κόπανος] 1. χτυπώ με τον κόπανο, κοπανίζω 2. μεταβάλλω κάτι σε σκόνη ή σε τρίμμα χτυπώντας με το γουδοχέρι, στουμπίζω 3. υπενθυμίζω σε κάποιον κάτι διαρκώς και επιμόνως, συνήθως επιπλήττοντάς τον («έκανα ένα λάθος, δεν είναι ανάγκη να μού τό… … Dictionary of Greek
κόβω — και κόπτω και κόβγω και κόφτω (AM κόπτω, Μ και κόβω) 1. αφαιρώ κάτι με οξύ ή κοφτερό όργανο, αποκόπτω (α. «τού έκοψαν το πόδι» β. «κόψε μου ένα μήλο απ τη μηλιά» γ. «κεφαλήν δ ἁπαλῆς ἀπὸ δειρῆς κόψεν Ὀιλιάδης», Ομ. Ιλ. δ. «περιεσταύρωσαν αὐτοῖς… … Dictionary of Greek
στουμπάω — Ν [στούμπος] στουμπίζω … Dictionary of Greek
στουμπιστός — και στουμπιχτός, ή, ό, Ν [στουμπίζω] χτυπημένος με στούμπο, κοπανιστός … Dictionary of Greek
στουμπάω — (δε συνηθίζεται η κλίση σε ώ), στούμπιξα βλ. πίν. 70 Σημειώσεις: στουμπάω : σύμφωνα με τον Τριανταφυλλίδη (1941, σελ. 358) «όσα ρήματα έχουν ι στον ενεστώτα, ακόμα και όταν είναι διπλοσχημάτιστα, γράφονται στον αόριστο με το ίδιο ι που έχουν και… … Τα ρήματα της νέας ελληνικής